-
1 ἔφημαι
A to be seated on, sit on,κληΐδεσσιν ἐφήμενοι Od.12.215
; [ θρόνῳ] 6.309; : c. gen.,πόντου θινὸς ἐφήμενος S.Ph. 1124
, cf. Lyc. 367; to be seated at or in, δόμοις, τάφῳ, A.Ag. 1217, Ch. 501: c.acc.,βρέτας ἐφήμενος Id.Eu. 409
; ( ἐφιμένη cod. Hsch.): βωμία ἐφημένη, = βωμῷ ἐ., E.Supp.93. -
2 ἔφ-ημαι
ἔφ-ημαι (s. ἧμαι), darauf, daran, dabei sitzen, ϑρόνῳ, Od. 6, 309, auf dem Stuhle, wie κληΐδεσσι 12, 215; ἔχουσα νώτοις δεσπότην ἐφήμενον Eur. Bacch. 1072; τοὺς δόμοις ἐφημένους νέους Aesch. Ag. 1190; τάφῳ Ch. 494; auch βρέτας, als Schutzflehender am Bilde der Gottheit sitzen, Eum. 387; μητέρα βωμίαν ἐφημένην Eur. Suppl. 93; – c. genit., πόντου ϑινὸς ἐφήμενος Soph. Phil. 1109; τάφοι χοιράδων ἐφήμενοι Lycophr. 367.
См. также в других словарях:
έφημαι — ἔφημαι (Α) (παθ. παρακμ. που χρησιμοποιείται ως ενεστ.) 1. είμαι τοποθετημένος ή κάθομαι πάνω ή κοντά σε κάτι («κληΐδεσσιν ἐφήμενοι», Ομ. Οδ.) 2. κάθομαι ως ικέτης κοντά σε άγαλμα θεού (α. «βρέτας ἐφήμενος», Αισχύλ. β. «βωμία ἐφημένη» καθισμένη… … Dictionary of Greek